Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Γιατί δεν τσακωνόμαστε πια για τον Εμφύλιο στις παρέες

γράφει ο Νίκος Μαραντζίδης

Παρά το θόρυβο που προκλήθηκε στα "Νέα" και σε άλλες εφημερίδες σχετικά με τον Εμφύλιο, εγώ εξακολουθώ να βλέπω αυτό που παρατηρούσα εδώ και αρκετά χρόνια τώρα: κανείς από τους φίλους μου δεν συζητάει για τον Εμφύλιο όταν βγαίνουν έξω. Και δεν πρόκειται για τίποτε "απολιτικούς" εικοσάχρονους. Οι περισσότεροι εκεί γύρω στα 40, παλιοί κνίτες, ρηγάδες και αριστεριστές με χιλιάδες κολλημένες αφίσες στο ενεργητικό τους.

Μία ηλικιωμένη γυναίκα παίρνει το πιο πολύτιμο αγαθό της,
ένα μοσχάρι, το οποίο το έχει φορτώσει πάνω στο
γάιδαρο της για να απομακρυνθεί από τη ζώνη της μάχης
 κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
 (Φωτογραφία: Bert Hardy / Δημοσίευση Εικόνα / Εικόνες Getty). 22 Μαΐου, 1948
Ακόμη και τώρα που ξαναπόκτησα το παρατσούκλι του αναθεωρητή, που είχα να ακούσω από την εποχή των φοιτητικών μου χρόνων, κανένας από τους φίλους μου δεν δείχνει να πολυενδιαφέρεται για τα "κατορθώματά" μου. Πού και πού γελάνε μαζί μου, όπως περίπου όταν βγαίνουμε τις Κυριακές από το γήπεδο και η ομάδα μου έχει και πάλι χάσει.

Πώς συμβαίνει λοιπόν να εμφανίζεται αυτός ο ορυμαγδός με τη "διαμάχη των ιστορικών" και να μην αφορά τη γενιά μου; Μήπως τελικά αυτός ο καβγάς δεν πολυσκοτίζει τους περισσότερους; Αλλά τότε πώς εξηγείται όλη η σκόνη που έχει σηκωθεί γύρω από την "αναθεώρηση" και τους "αναθεωρητές";

Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, ο θόρυβος σχετίζεται με δύο στοιχεία: α) το κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό βάρος μιας υπερ-πολιτικοποιημένης γενιάς (ίσως της πιο πολιτικοποιημένης που γνώρισε ποτέ η χώρα), αυτής που σχηματικά ονομάζουμε γενιά του Πολυτεχνείου, και β) την υπερβολική σημασία που αποδίδουν οι μορφωμένες ελίτ στο βάρος της ιστορίας. Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθώ μόνο με το πρώτο.

Όσοι γεννήθηκαν εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '40, με μετεμφυλιακά παιδικά χρόνια, εφηβεία στα Ιουλιανά και ενηλικίωση στη χούντα, μεγάλωσαν σε έναν κόσμο όπου η πολιτική γινόταν αντιληπτή σαν ιστορία και η ιστορία σαν πολιτική. Αν σε αυτό προσθέσουμε τα διεθνή ρεύματα της εποχής, μπορούμε να καταλάβουμε την τύχη και την ατυχία το βίωμά σου να μεταμορφώνεται σε ιστορία και η πολιτική να γίνεται ο χώρος της διαμάχης για το βίωμα. Το ρήγμα του Εμφυλίου παρήγαγε για περίπου 40 χρόνια τις ίδιες διαιρέσεις και ομαδοποιήσεις. Κάθε προηγούμενη ταυτότητα διαμόρφωνε και την επόμενη. Κάθε πολεμική γύρω από ένα γεγονός συνδεόταν αυτόματα με μια ακολουθία γεγονότων συχνά αρκετά απομακρυσμένων χρονικά μεταξύ τους. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο δεν ήταν, λοιπόν, απλώς ένα σύνθημα, ήταν ένας τρόπος για να βλέπεις τον κόσμο.

Μετά το 1981 κυρίως, η γενιά του Πολυτεχνείου επέβαλε την οπτική της στα πράγματα. Στην ουσία επέβαλε τα βιώματά της ως ένα συμπαγές σύνολο γεγονότων, όπου το προηγούμενο συνδέεται πάντοτε με το επόμενο. Η γενιά αυτή, καταξιωμένη από τη συμμετοχή της στον αντιδικτατορικό αγώνα αλλά και μορφωμένη και με πρόσβαση στον επίσημο πολιτικό λόγο των κομμάτων, θα "ξαναγράψει την ιστορία": κινηματογραφικές παραγωγές, βιβλία και άρθρα, συνθήματα και προφορική γνώση. Στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο τα γεγονότα και τα νοήματα που θα ξαναγραφτούν, αλλά και ένας τύπος ιστορικών βιωμάτων που θα κυριαρχήσει, μέσα στον οποίο η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου θα πάρουν σχεδόν τοτεμικό χαρακτήρα. Η μνήμη θα καθαγιαστεί και η αμνησία επίσης. Κατά μία έννοια, κάθε γνώση θα είναι ανάμνηση και η ιστορία θα ταυτίζεται για πολλούς με τη συστηματοποίηση των αναμνήσεών τους.

Τελικά, δεν είναι οι ηττημένοι του Εμφυλίου που πήραν τη ρεβάνς, γιατί, απλούστατα, είναι μια άλλη γενιά από αυτήν του '40, με άλλες παραστάσεις και προσλήψεις, που διαμόρφωσε την εικόνα μας για το παρελθόν και κυρίως τη συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτό. Φυσικά, η γενιά του Πολυτεχνείου (και οι πέριξ αυτής) ενέταξε σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό της στο στρατόπεδο των ηττημένων του '40, δίνοντας σε αυτούς τους τελευταίους λόγο αλλά κυρίως επικαιροποιώντας αλλοτινούς αγώνες και οράματα. Βέβαια, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, αυτή η γενιά δεν ανήκει στους ηττημένους αλλά στους νικητές της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης της χώρας. Ανήκει σε αυτούς τους "τυχερούς" που πήραν το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της ανάπτυξης και του εκδημοκρατισμού της χώρας, που γεύτηκαν σε όλο της το βάθος τη χαρά της μετάβασης σε μια ώριμη δημοκρατία, όπου η διαφορετική άποψη, ο κοινοβουλευτικός διάλογος, οι διαδηλώσεις, η απεργία δεν αποτελούν έκτακτα γεγονότα αλλά μέρος της λειτουργίας του συστήματος.

Το ελληνικό '89, το '89 της συγκυβέρνησης της Αριστεράς με τη Δεξιά, ήρθε να δώσει, με έναν μάλλον ειρωνικό τρόπο, ένα τέλος σε όλα αυτά. Την ώρα που οι αντικομμουνιστές στη Δύση πανηγύριζαν για την καθυστερημένη νίκη τους, στην Ελλάδα οι κομμουνιστές συμμετείχαν για πρώτη φορά στην κυβερνητική εξουσία παρέα με τους εχθρούς τους. Στην πραγματικότητα, το ελληνικό '89 μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε με δραματικό τρόπο πως στις συνθήκες μιας ώριμης φιλελεύθερης δημοκρατίας το πολιτικό διακύβευμα αποχωρίζεται σιγά σιγά από την ιστορία των ταυτοτήτων και των γεγονότων που τις δημιούργησαν. Το 1989 η ιστορία υποκλίθηκε στην πολιτική με έναν μάλλον βίαιο τρόπο. Το ενιαίο σύνολο των γεγονότων, των βιωμάτων και των ταυτίσεων παραχωρούσε τη θέση του σε κάτι άλλο, απροσδιόριστο μεν, αλλά πάντως διαφορετικό. Οι γενιές που μεγάλωσαν στη μεταπολίτευση έδειξαν να ξεχνούν ότι οι προηγούμενοι θυμόντουσαν και άρχισαν να "θυμούνται" αυτά που οι άλλοι είχαν ξεχάσει.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν είναι φυσικά παράξενο που μια νεότερη γενιά επιστημόνων άρχισε να θέτει "αναθεωρητικά" ερωτήματα γύρω από τη σημασία της ιδεολογίας στη στράτευση της αντίστασης και του Εμφυλίου, το ρόλο της βίας στη στρατηγική των οργανώσεων ή τη σχέση των τοπικών ανταγωνισμών με την κεντρική πολιτική σκηνή. Όπως δεν είναι παράξενο που μπορεί να γραφτεί σε τέτοιους καιρούς ένα βιβλίο σαν την "Ορθοκωστά". Σε αρκετούς δημιουργήθηκε η αίσθηση πως κάποιοι έβγαζαν γλώσσα στην ιστορία. Αλλοι, περισσότερο αμυντικοί, αντιμετώπισαν τα πράγματα ωσάν να επρόκειτο για τη νεκρανάσταση μιας από καιρό θαμμένης απειλής. Στην πραγματικότητα αυτό που έχει συμβεί είναι πως μεγαλώνουμε μέσα σε μια σταθερή δημοκρατία και, όσο αυτή ωριμάζει, τόσο η ιστορία απομακρύνεται από την καθημερινότητά μας. Και όσο αυτό θα συμβαίνει, τόσο τα ερωτήματά μας για το περιεχόμενό της ιστορίας θα διαφοροποιούνται και τα συμπεράσματα των ερευνών μας θα επηρεάζουν λιγότερο τη ζωή μας.

Εντέλει, αν δεν τραγουδάμε πια αντάρτικα στις ταβέρνες και δεν τσακωνόμαστε για τα Δεκεμβριανά, δεν είναι επειδή "πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε και βάλαμε μυαλό". Είναι επειδή η δημοκρατία μάς επέβαλε να ζούμε με τις δικές της ρουτίνες, ασύμβατες συνήθως με τις ένοπλές μας ιστορίες. Ίσως κάποιοι να θλίβονται γι' αυτό και ο χρόνος που περνάει να ξεθάβει στο διάβα του παλιές αγωνίες και φόβους, δίνοντας πρόσωπο σε αλλοτινούς εφιάλτες.

Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Αναδημοσίευση από http://jimimorrison.com/politics/ideogramms/1920-Giatidentsakvno

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου