Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Προφορική Ιστορία “Μνήμες πολέμου, κατοχής, τρομοκρατίας, εμφυλίου”

Γεώργιος Μητρόπουλος

Mitropoulos, George 2009. Προφορική Ιστορία “Μνήμες πολέμου, κατοχής, τρομοκρατίας, εμφυλίου”.
In M. Rossetto, M. Tsianikas, G. Couvalis and M. Palaktsoglou (Eds.) "Greek Research in Australia:
Proceedings of the Eighth Biennial International Conference of Greek Studies,
Flinders University June 2009". Flinders University Department of Languages - Modern Greek: Adelaide, 509-524.

Oral History: “Memories of war, Italian & German occupation, terrorism, civil war”: In this work we attempt to analyse the significance of oral history as well as the reasons why it has developed and been publicised in recent times. In Greece, the development of oral history is due to political and age-related influences that make its development interesting and revealing. Oral history is important as it unfolds and reveals the “significant” but also the “insignificant” aspects in peoples’ lives and the silences of written history. At the same time we attempt to group the people that responded to our call and recorded their experience during the decade 1940. The above analysis will help the contemporary researcher to conceive that the past does not appear unchanged in the present. The oral testimonies describe a specific choice of visits to the past through the experience of historical subjects, the meaning those subjects give to their experience and the way that they comprehend their existence.

I. Φωνές από το Παρελθόν

Οι προφορικές μαρτυρίες φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο τα ανθρώπινα βιώματα διατηρούνται στη μνήμη και επαναπροσδιορίζουν ερμηνευτικά το παρελθόν και το παρόν των ιστορικών υποκειμένων. Αφορμή για την καταγραφή προφορικών μαρτυριών αποτέλεσε η μεταπτυχιακή εργασία η οποία υποβλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Sydney, τμήμα Νεοελληνικών, υπό τον τίτλο: “Η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος στην περιοχή της Μεσσηνίας κατά το διάστημα 1941 1949”.

Κύριος στόχος της μελέτης ήταν να καταγραφούν μαρτυρίες που σχετίζονταν με την προφορική μνήμη της δεκαετίας του 1940. Παράλληλα, να διερευνηθούν οι παράγοντες, κοινωνικοί, πολιτικοί και πολιτισμικοί, στο πλαίσιο των οποίων οι μνήμες διατηρήθηκαν, αλλά και κατά πόσο επηρέασαν το μεταγενέστερο βίο. Σύμφωνα με τα παραπάνω επιδιώκαμε να αναδείξουμε: α) τη σπουδαιότητα της προφορικής μαρτυρίας ως συμπληρωματικής πηγής των επίσημων ιστορικών πηγών, και β) την ανασύνθεση αυτής της περιόδου με βάση την ιστορική αφήγηση των υποκειμένων που ανταποκρίθηκαν στην έρευνα.

Η ερευνητική μέθοδος στην οποία βασίστηκε η εργασία ήταν η ποιοτική. Η τελευταία χρησιμοποιεί το είδος των ημι-δομημένων ερωτήσεων για να συλλέξει τις πληροφορίες της. Η ποιοτική έρευνα έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι ο ερευνητής αποτελεί το μέσο με το οποίο διεξάγεται η έρευνα, και το δεύτερο είναι ότι ο κύριος σκοπός της είναι να διερευνήσει πλευρές του κοινωνικού συστήματος που μελετά. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι αναπόσπαστα μέρη της διαδικασίας αφού ο ερευνητής θεωρείται ως αυτός που δομεί τη γνώση και όχι απλά ως δέκτης της.

Τελικά, στην εργασία καταγράφηκαν 48 συνεντεύξεις “κοινών ανθρώπων” οι οποίοι βίωσαν τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας κατά τα έτη 2007 και 2008.

II. Προφορική Ιστορία

Μαχητές του ΔΣΕ (Αρχείο Ριζοσπάστη)
Ο κλάδος “προφορική ιστορία” της ιστορικής επιστήμης δεν είναι πολύ παλαιός. Σχεδόν ταυτίζεται με τη γέννηση του μαγνητοφώνου, συσκευής απαραίτητης για την άμεση καταγραφή των μαρτυριών (Dunaway & Baum, 1996:40). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει παρελθόν. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο είδος της ιστορίας (Thompson, 1978:19), δηλαδή της προφορικής παράδοσης (Vansina, 1965:2–8) και του μύθου (Eliade, 1960:23), τα οποία μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά τα χρόνια της μη ύπαρξης γραπτής γλώσσας.

Ως προφορική ιστορία μπορούμε να ορίσουμε την καταγραφή σε ηλεκτρονικό μέσο αναπαραγωγής αναμνήσεων. Όχι όμως τυχαίων αναμνήσεων, αλλά σχεδιασμένων συνεντεύξεων γύρω από κάποιο αντικείμενο ιστορικής σημασίας, πάνω στο οποίο ο αφηγητής μπορεί να μιλά ως “αυθεντία”. Ο ερωτώμενος μπορεί να είναι κάποιος που κατείχε μια σημαντική θέση την εποχή των γεγονότων που περιγράφει, μπορεί όμως και να ήταν ένας απλός παρατηρητής ή απλά και μόνο να περιγράφει έναν παλαιότερο τρόπο ζωής (Martin, 1995:4˙ Robertson, 2006:2).

Στόχος της προφορικής ιστορίας είναι να φέρει στο προσκήνιο κοινωνικές ομάδες και άτομα τα οποία δε βρίσκονταν στα κέντρα εξουσίας και σχεδόν ποτέ δεν κρατούσαν αρχεία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η προφορική ιστορία ξεδιπλώνει και μαρτυρεί το “σημαντικό” αλλά και το “ασήμαντο” της ζωής των ανθρώπων. Αποκαλύπτει τον καθημερινό χρόνο, συμπληρώνει τα κενά των επίσημων πηγών, τις σιωπές της γραπτής ιστορίας. Παράλληλα μετατοπίζει το κέντρο βάρους στα απλά μέλη της κοινωνίας αφού αναγνωρίζει τον καθένα ως δημιουργό ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ονομάζεται “ιστορία εκ των κάτω”.

Όμως το παρελθόν δεν επανέρχεται αυτούσιο στο παρόν. Ο τρόπος που το αναδύουμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το παρόν μέσα στο οποίο ζούμε. Οι προφορικές μαρτυρίες δηλώνουν μια συγκεκριμένη ανάδυση των εμπειριών του παρελθόντος, μέσα όμως από τα μεταγενέστερα βιώματα των ιστορικών υποκειμένων και το νόημα που τα ίδια αυτά υποκείμενα προσδίδουν στην εμπειρία τους. Μέσα δηλαδή από τον τρόπο από τον οποίο κατανοούν την ύπαρξη και τη δράση τους (Repousi, 2004:324).

Εδώ όμως γεννιούνται και συνακόλουθα ερωτήματα. Πόσο αξιόπιστες είναι οι προφορικές μαρτυρίες; Όλα αυτά τα οποία οι ερωτώντες διηγούνται είναι αυθεντικά; Τα ερωτήματα αυτά έχουν τελευταία λάβει κάποιες απαντήσεις. Οι μάρτυρες, θεατές ή ενεργοί συμμετέχοντες της ιστορικής δράσης δεν έχουν υποχρεωτικά δίκαιο ή άδικο. Οι μαρτυρίες τους είναι τόσο υποκειμενικές και αντικειμενικές όσο και οποιασδήποτε άλλης ιστορικής πηγής. Όλες οι πηγές εμπεριέχουν την υποκειμενικότητα του δημιουργού τους και το στίγμα του χρόνου της δημιουργίας τους. Οι ιστορικοί πάντα λαμβάνουν υπόψη τους αυτήν την υποκειμενικότητα (Repousi, 2004:325). Εξάλλου, η προφορική ιστορία προέρχεται από ζωντανή πηγή και όταν ο ερευνητής υποπτεύεται παραπλάνηση μπορεί να ρωτήσει ξανά. Τα γραπτά ντοκουμέντα δεν ξανααπαντούν, μόνο η προφορική ιστορία έχει αυτή τη διπλή δυνατότητα (Thompson, 1978:137).

Τέλος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τη χρησιμότητα της προφορικής ιστορίας και των λεγόμενών της. Η μνήμη ή καλύτερα οι μνήμες, θεωρούν οι κοινωνικοί επιστήμονες, θα βοηθήσουν όλους μας να βρούμε τρόπους, την εποχή του πολυπολιτισμικού, να συμμετέχουμε στο “άλλο” και να γίνουμε μέρος του. Για όλους, το καθήκον να συμμετέχουμε σε διαφορετικές μνήμες και να μοιραζόμαστε τις μνήμες αυτές παγκόσμια, είναι η πρόκληση της νέας εποχής. Οι ιστορικοί της προφορικής ιστορίας έχουν το καθήκον να αποσπάσουν τις μνήμες από κάθε διαθέσιμη “ιστορική πηγή”, έτσι ώστε να βοηθήσουν να δημιουργηθεί μια ανοιχτή, ανεκτική κοινωνία με δημοκρατική συνείδηση (Passerini, 1992:19).

III. Η Προφορική Ιστορία στην Ελλάδα

Η προφορική ιστορία στον ελληνικό χώρο έχει ηλικία μόλις δύο δεκαετιών. Ως εναρκτήριο έτος λαμβάνεται το 1988 όπου έκανε την εμφάνισή της και μάλιστα όχι σε έργο ιστορικών αλλά σε πρόγραμμα καθηγητή κλινικής ψυχολογίας (Boutzouvi & Thanopoulou, 2002:5). Τα δέκα πρώτα χρόνια συγκέντρωσε το ενδιαφέρον μεμονωμένων ερευνητών και φορέων με κύριους συντελεστές τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Αιγαίου και Ιωαννίνων. Το 1997 πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών η πρώτη διεθνής ημερίδα γι’ αυτή. Όμως ο χώρος της παραμένει ακόμα και σήμερα αδόμητος, περιθωριακός και σχετικά απροσδιόριστος σε σχέση με άλλους κλάδους του ερευνητικού πεδίου.

Αυτό που έστρεψε, τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των ερευνητών και αναγνωστών στην προφορική ιστορία ήταν η ενασχόλησή της με τη δεκαετία του 1940 αλλά και με τον μεταναστευτικό κλάδο. Και στις δύο περιπτώσεις πολιτικές και ηλικιακές συγκυρίες ευνόησαν την ανάπτυξη.

Η πολιτική συγκυρία θεωρείται καθοριστική για την προφορική ιστορία, αλλά και γενικότερα για την έρευνα όσο αφορά τη δεκαετία του ’40. Μέχρι τουλάχιστον το 1974, η κατοχή, η αντίσταση, η τρομοκρατία και ο εμφύλιος ήταν θέματα ταμπού (Ferro, 2003) και άρα μη αφηγήσιμα. Οι αντίπαλοι ήταν συμμορίτες ή μοναρχοφασίστες. Η “επίσημη” ιστορία τελείωνε το 1940 (Vervenioti, 2002:165). Χαρακτηριστικό είναι ότι το πρώτο ακαδημαϊκό συμπόσιο για τη δεκαετία του ’40 έλαβε χώρα μόλις το 1978, 30 χρόνια μετά (Marantzidis & Antoniou, 2004:223).

Η μεταπολίτευση με τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, την επιστροφή  των προσφύγων του εμφυλίου, την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και Αριστεράς το 1989 και την ψήφιση του νόμου 1863/18.9.1989 (ΦΕΚ 204) για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου (Iliou, 1989:18), αποτέλεσαν κίνητρα ανάπτυξης του κλάδου. Αν στα παραπάνω εμπεριέχονται οι πολιτικές συγκυρίες, δεν είναι αμελητέα και η ηλικιακή συγκυρία. Ήδη έχουν περάσει 60 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου και οι άνθρωποι που έζησαν τη δεκαετία του ’40 νιώθουν ότι βρίσκονται μπροστά σε μια από τις τελευταίες ευκαιρίες να μιλήσουν. Το τέλος φέρνει πάντα την επιθυμία για μια απολογία. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι η “εξομολόγηση” θα γίνει μπροστά τους. Η επιλογή της δεκαετίας του 1940 για την διεξαγωγή της έρευνας δεν έγινε τυχαία. Όλοι ανεξαιρέτως οι ερευνητές ομολογούν ότι η δεκαετία αυτή ήταν η πιο κρίσιμη και σημαντική δεκαετία σε όλη τη διάρκεια της ζωής του νεοελληνικού κράτους. Τα συμβάντα της υπήρξαν “τραγωδία ίση με αυτή του 1922”, αναφέρει σύγχρονος ιστορικός (To Vima, 17/10/1999, G. Margaritis). Η μνήμη της είναι ακόμη ζωντανή και τα επακόλουθά της καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική τοποθέτηση των περισσοτέρων πολιτών. Εξάλλου πρόσφατη έρευνα (Kathimerini, 08/02/2009, G. Mavris) απέδειξε ότι 7 στους 10 Έλληνες ενδιαφέρονται “πολύ ως αρκετά” για τη δεκαετία αυτή. Μόνο έτσι μπορεί να τεκμηριωθεί πώς οι περισσότεροι Έλληνες ψηφοφόροι “ψηφίζουν για τους νεκρούς αυτής της δεκαετίας” και όχι έχοντας ως βάση τα οικονομικά και κοινωνικά τους συμφέροντα.

IV. Μεθοδολογικά Εργαλεία

Αφορμή για τη διεξαγωγή μιας έρευνας αποτελεί ένα ερώτημα. Μετά από αυτό, το πρώτο πράγμα που καλείται ο ερευνητής να σχεδιάσει είναι η μεθοδολογία που θα υιοθετήσει πρώτον σε σχέση με το ερώτημα και δεύτερον με το υπό εξέταση πεδίο. Οι ερευνητικές μέθοδοι διακρίνονται σε ποιοτικές και ποσοτικές. Ενώ οι ποσοτικές αναλύουν την ποσότητα εμφάνισης του φαινομένου που εξετάζεται, οι ποιοτικές αναφέρονται στο είδος, στο συγκεκριμένο χαρακτήρα του φαινομένου (Kvale, 1996:67). Στην παρούσα εργασία υιοθετήθηκε η ποιοτική μέθοδος. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι η γνώση για τους ανθρώπους είναι αδύνατη χωρίς την περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή βιώνεται και όπως περιγράφεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Σημαίνοντα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποιοτική μέθοδο είναι ότι έχει φυσιολογική ροή και κατά ένα μεγάλο βαθμό δεν είναι κατευθυνόμενη από τον ερευνητή (Lincoln και Guba, 1985). Ο ερευνητής με αυτό τον τρόπο μπορεί να διεισδύσει στην προσωπικότητα των υποκειμένων και να κατανοήσει τις επιρροές που τα υποκείμενα έχουν δεχτεί (Παπαγεωργίου, 1998:9–10). Επιπλέον, οι ποιοτικές μέθοδοι δίνουν την ευκαιρία στον ερευνητή να στοχεύσει στο τι σημαίνει για τα υποκείμενα η εμπειρία για την οποία μιλούν και να την εμβαθύνει.

 Στις ποιοτικές μεθόδους δεν περιγράφονται μόνο τα υποκείμενα και οι αφηγήσεις τους. Οι ποιοτικές μέθοδοι, σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό, επηρεάζονται και από την κοσμοθεωρία του ερευνητή. Ο ερευνητής καλείται να ερμηνεύσει τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί και να αναδείξει τα τελικά συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις του (Eisner, 1991).

Το βασικό εργαλείο της ποιοτικής μεθόδου είναι η συνέντευξη. Η τελευταία αποτελεί την αλληλεπίδραση, την επικοινωνία μεταξύ προσώπων, που καθοδηγείται από τον ερευνητή με στόχο την απόσπαση πληροφοριών σχετιζομένων με το αντικείμενο της έρευνας (Cohen και Manion, 1992:307–308).

Το είδος των συνεντεύξεων που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα ήταν αυτό των ημι-δομημένων. Η πρακτική αυτή είναι ο κοινότερος τύπος συνέντευξης που χρησιμοποιείται στην ποιοτική έρευνα. Με αυτό το είδος συνέντευξης, ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες μπορούν να συγκριθούν. Παράλληλα όμως έχει τη δυνατότητα η συνέντευξη να παραμείνει ευέλικτη, να αλλάξει ή να προσαρμοστεί για να συναντήσει τη νοημοσύνη, την κατανόηση ή την πεποίθηση του εναγομένου. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αποκτήσει και άλλες σημαντικές πληροφορίες που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκειά της (Filias, 2001).

Στα πλεονεκτήματα των μη δομημένων συνεντεύξεων συγκαταλέγεται και το ότι τα στοιχεία που συλλέγουν είναι έγκυρα, δεδομένου ότι είναι ένας ακριβής απολογισμός αυτού που ο δίδων τη συνέντευξη έχει πει. Τέλος, οι μη δομημένες συνεντεύξεις θεωρούνται καταλληλότερες για πιο ευαίσθητα θέματα όπως εμφύλιος πόλεμος, ενδοκοινοτικές συγκρούσεις κ.τ.λ.

Τέλος, θα θέλαμε να αναφέρουμε πως για την περάτωση μια επιτυχημένης συνέντευξης θεωρείται απαραίτητο η απόλυτη εξοικείωση του ιστορικού με το αντικείμενο και η καλοπροαίρετη διάθεση με σκοπό να σπάσει το φράγμα του φόβου και της καχυποψίας. Απαραίτητες αρετές για τον ερευνητή θεωρούνται η ειλικρίνεια, το χαμόγελο, η κατανόηση και η καλή διάθεση (Caunce, 1994:143).

Η επιλογή των προσώπων για συνέντευξη πραγματοποιήθηκε διαμέσου δύο μεθόδων, της χιονοστιβάδας (snowball sample) και του διαθέσιμου δείγματος (availability sample) (Bogdan & Biklen, 2003). Σύμφωνα με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας, κατά το πρώτο στάδιο ο ερευνητής επιλέγει ορισμένα άτομα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που επιθυμεί να μελετήσει. Στη συνέχεια, τα άτομα αυτά του προτείνουν και άλλα που γνωρίζουν και που θα ήθελαν να συμμετέχουν στην έρευνα. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στη δικτύωση και είναι απαραίτητη για πληθυσμούς που δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν με τυχαία δειγματοληψία. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε και η μέθοδος του διαθέσιμου δείγματος (availability sample). Με τη μέθοδο αυτή ο ερευνητής επιλέγει για το δείγμα του άτομα που δέχονται να συμμετάσχουν στην έρευνα, εφόσον οι επιλογές του είναι περιορισμένες.

Μαχητές του ΔΣΕ
Όλες οι συνεντεύξεις μαγνητοφωνήθηκαν και στη συνέχεια απομαγνητοφωνήθηκαν για να ακολουθήσει η επεξεργασία των απαντήσεων με τη μέθοδο της ανάλυσης.

 Η ανάλυση περιεχομένου μετατρέπει το δευτερογενές υλικό ποιοτικής φύσης σε μορφή ποσοτικών δεδομένων. Πρόκειται για μια τυποποιημένη μέθοδο που οδηγεί στη συστηματική κωδικοποίηση του προφορικού λόγου και ως εκ τούτου, αντιστοιχεί στην ποσοτικοποίηση των απαντήσεων στις ανοικτές ερωτήσεις των ερωτηματολογίων και του περιεχομένου των μη τυποποιημένων συνεντεύξεων. Αυτό συνεπάγεται ότι α) το κείμενο εξετάζεται στην ολότητά του και όχι επιλεκτικά, β) ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των δεδομένων ορίζονται με σαφήνεια, έτσι ώστε να είναι δυνατή η επανάληψη και ο έλεγχος της διαδικασίας από άλλους ερευνητές και γ) ότι χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στο κείμενο ποσοτικοποιούνται, ούτως ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η σημασία που φέρουν στο ίδιο κείμενο αλλά και σε σύγκριση με άλλα.

V. Συνεντεύξεις & Ανακατασκευή της Ιστορικής Πραγματικότητας

Στην έρευνα δημιουργίας της προφορικής μνήμης της δεκαετίας του 1940 καταγράφτηκαν 48 συνεντεύξεις. Η ανάλυση περιεχομένου των συνεντεύξεων σύμφωνα με τα μεθοδολογικά εργαλεία που προαναφέραμε, ακολούθησε τις θεματικές ενότητες των ημι-δομημένων ερωτήσεων οι οποίες ήταν: α) Περιγραφή της προκατοχικής ζωής, β) περιγραφή της ιταλικής και γερμανικής κατοχής, δ) περιγραφή των γεγονότων του εμφυλίου και ε) περιγραφή του μετεμφυλιακού βίου. Στις γραμμές που ακολουθούν γίνεται προσπάθεια “κατασκευής” της δεκαετίας του 1940 βάση των προφορικών μαρτυριών.

α) Μεσοπόλεμος

Η πρώτη ενότητα που αφορούσε την περιγραφή της προκατοχικής ζωής αποσκοπούσε στο να εισαγάγει τον ερωτώμενο στο θέμα και να δώσει μια γενική εικόνα της κοινωνικό-οικονομικό πολιτικής κατάστασης της οικογένειάς του και του χώρου μέσα στον οποίο διαβίωνε. Η απάντηση βοηθούσε τον ερευνητή να κατανοήσει όλες τις παραμέτρους της μικροκοινωνίας, αλλά και πώς αυτή επηρέασε τη συμπεριφορά του αφηγητή στα κατοπινά χρόνια. Απαντώντας στην ερώτηση αυτή, η πλειοψηφία των αφηγητών ενθυμούνταν με νοσταλγία την προκατοχική Belle Epoch και την ενότητα που επικρατούσε ανάμεσα στους κατοίκους κάθε οικισμού.

β) Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος

Η έναρξη του πολέμου ήταν ζωηρά κρατημένη στη μνήμη όλων λόγω και του ότι οι μετέπειτα αλλαγές οφείλονταν σε αυτό το γεγονός. Ο αλβανικός αγώνας ήταν για όλους μια ηρωική εποχή όπου αισθάνονταν ότι κάτι σπουδαίο συντελούνταν. Για τους στρατευμένους ήταν διαφορετικά και οι περισσότεροι ομολογούσαν ότι στο μέτωπο δεν υπήρχε καθόλου ηρωισμός. Το τέλος του αλβανικού πολέμου βιώθηκε από το πλείστον των στρατευσίμων ως ανακούφιση από τα δεινά και οι μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν.

Το Γυμνάσιο ήταν απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και άρχισαν να περνάνε τα τρένα κατά περιόδους με επίστρατους. Ο ενθουσιασμός που επικρατούσε ήταν άνευ προηγουμένου.

Ο αξιωματικός ήταν μικρότερος σε ηλικία από τον πατέρα μου και μια φορά ο πατέρας μου τον χτύπησε με το κράνος του. Αυτό ήταν, στην επόμενη επιχείρηση τον έστειλε στην πρώτη γραμμή. Εκεί από χειροβομβίδα έχασε το δεξί του χέρι και μάτι, σακατεύτηκε μια ζωή.

Είχα γνωριμία με το γιατρό της μονάδας, αυτός μου είπε ότι η επόμενη επιχείρηση θα ήταν πολύ δύσκολη
και με έβγαλε ελεύθερο υπηρεσίας. Ευτυχώς σώθηκα, πολλοί από το τάγμα μου σκοτώθηκαν.

Αρκετές μέρες πριν την εισβολή των Γερμανών το μέτωπο είχε αδρανήσει. Όταν πια μας επιτέθηκε η Γερμανία τα πάντα πάγωσαν. Όταν ανακοινώθηκε ότι τα πάντα τελείωσαν και υπογράφηκε η παράδοση, οι περισσότεροι νιώσαμε ανακούφιση γιατί θα γυρνούσαμε στα σπίτια μας
.

γ) Ιταλική και Γερμανική κατοχή

Η ιταλική κατοχή και η πείνα που ακολούθησε βιώθηκε με καρτερία από τους περισσότερους. Η κοινωνία ακόμα ήταν ενωμένη. Η ιταλική κατοχή θεωρήθηκε χαλαρή και οι Ιταλοί ήπιοι κατακτητές, αφού ενδιαφέρονταν περισσότερο για την εύρεση φαγητού. Αντίθετα η γερμανική κατοχή ήταν από την αρχή σκληρή και αδυσώπητη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το πλείστον των Γερμανών στρατιωτών είχε έρθει από το “ωμό” περιβάλλον του ανατολικού μετώπου και της Γιουγκοσλαβίας (Mazower, 1994:181). Η κατοχική κοινωνία άρχισε να διασπάται πολιτικά από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.) και προσπάθησε να επιβάλει την πολιτική του. Η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας αποτέλεσε ουσιαστικά την έναρξη του εμφυλίου. Όλοι όσοι τα στελέχωσαν δεν είχαν τα ίδια κίνητρα, αλλά ούτε και ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη (Kostopoulos, 2005:30–2· Bennett, 1999).

Στα χρόνια της κατοχής έβλεπες ανθρώπους, κυρίως Αθηναίους, να γυρνάνε στα χωριά και να πουλάνε ότι πολύτιμο είχαν στα σπίτια τους για λίγο λάδι ή σιτάρι.

Οπωσδήποτε οι Ιταλοί ήταν στρατός κατοχής αλλά σιγά σιγά εμείς οι ντόπιοι τους συμπαθήσαμε και ειδικά αυτούς τους στρατιώτες που είχαν αφήσει οικογένειες στην Ιταλία. Μας φέρονταν πολύ φιλικά σε εμάς τουλάχιστον τα παιδιά. Κατόπιν ήρθαν οι Γερμανοί. Αυτούς τους χαρακτηρίζω με μία λέξη, “βάρβαροι”.

Όταν φτιάχτηκε το ΕΑΜ ο κόσμος το είδε με καλό μάτι γιατί ήταν οργάνωση απελευθερωτική που ήθελε να διώξει τον κατακτητή. Ένας αδερφικός φίλος του πατέρα μου ήταν στο ΕΑΜ και όταν έρχονταν στους Γαργαλιάνους μαζί με άλλους, τους βλέπαμε σαν τους παλιούς Αγίους που ήθελαν να κάνουν θαύματα.

ΤΟ ΕΑΜ φτιάχτηκε στο χωριό και όλο το χωριό συμμετείχε με το θέλεις και δεν θέλεις.

Η κατοχή έφερε πολύ μίσος και διαίρεσε τον κόσμο. Οι αριστερόφρονες θέλανε να πηγαίνουν τα κορίτσι στις συγκεντρώσεις και να τραγουδούν: “Βόλγα Βόλγα τα νερά σου”. Εμείς τις αδερφές μας δεν μπορούσαμε να τις αφήνουμε να πηγαίνουν στους εαμίτες, ούτε τις γυναίκες μας.

Στα
Τάγματα ήταν όλος ο υπόκοσμος οι οποίοι πήγαιναν για πλιάτσικο ή για αντεκδίκηση. Από ένα χωριό, τη Λάμπαινα, έπιασε ένας ταγματασφαλίτης μια γυναίκα και την πεθερά της και τις σκότωσε και τις δύο. Όπως μου είπε κάποιος, ο ταγματασφαλίτης είχε ζητήσει σε γάμο την κοπέλα και δεν του την έδωσαν.

Το χωριό ήταν μοιρασμένο, μισό με τους αντάρτες και μισό με τα Τάγματα.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής το χωριό μας αντιστάθηκε στην αντάρτικη πλευρά. Τότε μερικοί από το χωριό πήγαν και κατατάχτηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, κάτω από τους Γερμανούς. Το τι τους παρακίνησε, ήταν η πείνα και η δυστυχία.

Στο χωριό μας έγινε μια μάχη ανάμεσα στην ομάδα του Στούπα και τον ΕΛΑΣ. Ο Στούπας ήταν αξιωματικός και δεν ήθελε να πάει στον ΕΛΑΣ. Μετά από αυτό φτιάχτηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, γιατί ο κόσμος δεν είχε πού να πάει, αν δεν πήγαινες στα Τάγματα θα σε σκότωνε ο ΕΛΑΣ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα Τάγματα που φτιάχτηκαν.

δ) Εμφύλιες μάχες αμέσως μετά την απελευθέρωση

Εφόσον η κατοχική κοινωνία είχε διασπαστεί πολιτικά, οι εμφύλιες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ήταν επόμενο να διευρύνουν το χάσμα. Ενισχυτικό της διάσπασης ήταν ότι μετά τις αδελφοκτόνες μάχες και στη νότια Ελλάδα, αλλά και στη βόρεια ακολούθησαν οργανωμένες, αλλά και “αυθόρμητες” εκτελέσεις από τον ΕΛΑΣ . Στην ερώτηση αυτή το 90% των ερωτώμενων τόνιζε τις φρικαλεότητες που προέβαιναν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις.

 Μέσα στο Μελιγαλά θα ήταν καμιά πέντε χιλιάδες ταγματασφαλίτες και πολλά γυναικόπαιδα. Τελικά σκότωσαν κάπου χίλιους εξακόσιους. Οι οργανώσεις των γύρω χωριών είχαν φτιάξει λίστες με αυτούς που είχαν κάνει εγκλήματα. Όλα όμως έγιναν γρήγορα. Για μένα έπρεπε να τους σκοτώσουν όλους, γιατί αυτοί που έζησαν μετά έκαναν τα χειρότερα.

Μέσα στην Πηγάδα του Μελιγαλά έπεσαν εξήντα τέσσερα άτομα από το χωριό μου.

Πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος να γίνουν οι εκτελέσεις στο Μελιγαλά και μετά οπωσδήποτε μπήκαν μέσα και τα προσωπικά.

Όταν έπεσαν οι Γαργαλιάνοι το απόγευμα ξεκινήσαμε με τον μπάρμπα μου τον Παναγιώτη να πάμε να δούμε. Εγώ ήμουνα 14 χρονών. Στο Γυμνάσιο είχαν κλείσει τα γυναικόπαιδα, ήταν και τα τέσσερα ξαδέρφια μου από τη Μουζούστα και η θεία μου. Πήγα και στην Πύλο. Ο πατέρας μου, παρόλο γραμματέας του ΕΑΜ, δεν πήγε στο συλλαλητήριο της Πύλου στις 27 Σεπτεμβρίου 1944, αν και η οργάνωση είχε στείλει εντολή να πάνε όλοι ανεξαιρέτως, νομίζω ότι δήλωσε άρρωστος. Το ήξερε ότι κάτι κακό θα συμβεί και μας είπε να πάμε εγώ με τη μάνα. Απάνω σε ένα μπαλκόνι ήταν ένα στέλεχος του ΕΑΜ και άρχισε να φωνάζει: “θάνατος”, “θάνατος”. Σε μια στιγμή λέει: Εκεί είναι, και δείχνει το κτήριο της Αστυνομίας όπου είχαν κλείσει ταγματασφαλίτες και αντιεαμικούς. Το πλήθος έτρεξε προς την αστυνομία και από το μπαλκόνι έριξαν κάτω επτά πτώματα.

ε) Τρομοκρατία

Η περίοδος από τη συμφωνία της Βάρκιζας (12/02/45) μέχρι και το 1947 χαρακτηρίζεται από την άσκηση οργανωμένης, αλλά ανεξέλεγκτης τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία ασκήθηκε εναντίον των πολιτών που είχαν λάβει ενεργό μέρος στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την κατοχή. Πρόκειται για μια κουλτούρα τρόμου. Η κουλτούρα αυτή δημιουργεί στα θύματά της πολλαπλές παρενέργειες όπως απώλεια αυτοεκτίμησης, δημιουργία βιολογικού πόνου, τραυματισμούς, ακρωτηριασμούς, ανικανότητα και σε πολλές περιπτώσεις θάνατο (Gilligan, 1992:99). Από έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι σε όλες τις κοινότητες που έχουν υποφέρει από βία μπορεί όλα να συνέβησαν χτες αλλά οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές στο παρόν (Cappelletto, 2005:2). Το 60% των ερωτώμενων στην ερώτηση αυτή ομολογούσαν ότι υπήρξαν θύματα ή έγιναν μάρτυρες βίαιης συμπεριφοράς.

Αυτό ήταν, στασιάσαμε, δεν πήγαμε για φαΐ, κάναμε απεργία πείνας. Την άλλη μέρα μας πλακώνουνε με τα πολυβόλα, έρχονται τρεις Ακταιωροί από το Λαύριο και άρχισαν και αυτά να χτυπάνε. Σκοτώθηκαν πάνω από τετρακόσιοι, τους κουβαλούσαν συνέχεια στο Λαύριο. Κατόρθωσαν από τις εννέα το πρωί και μας έφτασαν στις τέσσερις το απόγευμα στη χαράδρα που ήθελαν να μας πάνε. Εκεί στη χαράδρα έρχονται οι μαγκουροφόροι και παίρνουν μια μάζα, καμιά 150 και τους σκότωσαν από τα χτυπήματα. Εκεί έσπασε το ηθικό μας.

Ο πρώτος μου ξάδερφος, ήταν στην οργάνωση του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Κατόπιν τον κατηγορούσαν ότι είχε σκοτώσει έναν. Ήρθαν στο σπίτι, στο Σουλινάρι, ο Μαγγανάς από τα Κρεμμύδια, ο Κουρνιώτης από τη Χαραυγή και ο Κουταλάκιας από του Βελή, τον πήρανε και τον πήγαν σε ένα εξώσπιτο. Ο ξάδερφός μου πέθανε μετά από ώρα μέσα στους πόνους από τα μαρτύρια που του έκαναν. Για τη δολοφονία αυτή, ο θείος μου φοβήθηκε να πάει να κάνει δικαστήριο γιατί θα μας σκότωναν όλους

Οι κομμουνιστές σκότωσαν τον πατέρα μου και εγώ του το είχα υποσχεθεί ότι θα εκδικηθώ. Έτσι όταν γύρισαν τα πράγματα φτιάξαμε το απόσπασμα. Η έδρα του αποσπάσματος ήταν στους Μολάους. Κάνανε εμένα αρχηγό γιατί εγώ είχα την εμπειρία από μάχες και σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν και άλλοι γύρω μου. Το Μάιο του 1946 παρέδωσα στον Μήτσο Μπρατίτσα από τα Νιάτα.

Έφυγαν οι αντάρτες και ήρθαν οι χίτες. Τότε ήρθε ο Παυλάκος. Βάρεσαν την καμπάνα να μαζευτούμε όλος ο κόσμος στην πλατεία. Μόλις φτάσαμε στην πλατεία μας έβαλαν και καθίσαμε όλοι κάτω και άρχισαν να φωνάζουν ονόματα να σηκωθούν. Ύστερα φώναξαν: Σε ποιο σπίτι μπήκαν αντάρτες; Κάνει να σηκωθεί ο πατέρας μου. Πίσω του κάθονταν ο γέρος Κουτσογιαννάκης, τον πιάνει από το σακάκι και δεν τον άφησε να σηκωθεί, λέγοντάς του: Πού πας ρε, λουκούμια θα σου δώσουν; Έβγαλαν είκοσι εννέα άτομα. Στους υπόλοιπους μας είπαν να φύγουμε. Μόλις φύγαμε χάλασε ο κόσμος στα οπλοπολυβόλα. Τους σκότωσαν όλους.

Τελικά ο Διοικητής βάζει το δικηγόρο να γράψει μια δήλωση ότι αποκηρύσσω το Κόμμα. Τη γράφει ο δικηγόρος και λέει ο διοικητής: Βάζω στοίχημα ότι δεν θα υπογράψει. Τώρα ο πατέρας μου ισόβια στα Γιούρα, εγώ τι να κάνω να τραβήξω τα άκρα; Έβαλα μια υπογραφή.

Σε κάποια επιδρομή ο Παυλάκος έπιασε μερικούς αντάρτες και ανάμεσά τους τη Γιαννούλα και τον Αργύρη τον λεγόμενο και Βράχο. Τους έφερε στο Βρονταμά και είπε: Βάλτε μουσική να χορέψουνε τα ανταρτόπουλα. Αυτοί τώρα τρέμανε γιατί ήξεραν ότι θα τους σκότωνε. Κάτι τραγούδησαν και χόρεψαν αλλά πώς να χορέψουν όταν ήξεραν ότι θα πεθάνουν; Η μόνη που τραγούδησε ήταν η Γιαννούλα. Κατόπιν τους βάζει στα φορτηγά και έφυγαν. Έξω από το χωριό κατεβάζει επτά από αυτούς και τους σκοτώνει. Τη Γιαννούλα και το Βράχο δεν τους σκότωσε. Επειδή η Γιαννούλα τραγούδαγε ωραία την ερωτεύτηκε και από εδώ και στο εξής την έπαιρνε μαζί του. Κάνει ξανά μια επιδρομή στο Δαφνί πιάνει τη μητέρα και τον πατέρα της Γιαννούλας και τους σκοτώνει. Σε κάποια άλλη επιδρομή σκοτώνονται και τα άλλα δύο αδέρφια της. Η μόνη που γλύτωσε από την οικογένειά της ήταν η Γιαννούλα. Κατόπιν ο Παυλάκος παντρεύτηκε τη Γιαννούλα και απέκτησε μαζί της ένα παιδί.

στ) Εμφύλιος

(Αρχείο  Corbis)
Αν ο πόλεμος ανήκει στην κόλαση, ο εμφύλιος βρίσκεται στα ενδόμυχά της. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου 700.000 χιλιάδες άνθρωποι άλλαξαν αναγκαστικά τόπο δια- μονής. Επιπλέον, ο εμφύλιος επιδείνωσε το επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας και το 1949 το 1/3 του πληθυσμού εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ξένη βοήθεια (McNall, 1974:17). Στην ερώτηση αυτή το 80% των ερωτώμενων τόνιζαν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

Στο Καπνοχώρι έγινε και μια μάχη. Εκεί σκοτώθηκαν καμιά δεκαριά αντάρτες. Εγώ με άλλον έναν καθίσαμε να φυλάμε το φορτηγό, δεν πήραμε μέρος στη μάχη. Μετά από λίγο γυρίζουν οι άλλοι στρατιώτες με καμιά δεκαριά κομμένα κεφάλια ανταρτών στα χέρια. Βάλαμε τα κεφάλια στο φορτηγό και τα πήγαμε στο Σιδηρόκαστρο, στη Χωροφυλακή. Μετά, με το κεφάλι ενός έπαιζαν μπάλα οι χωροφύλακες. Αυτή ήταν η Βασιλική χωροφυλακή! Αυτή ήταν η χαρά τους, έτσι 
λεγόντουσαν και κομμουνιστοφάγοι.
Τον Ιούλιο του 1948 ήμουν στην παραλαβή των όπλων από το καΐκι, το οποίο ήρθε από την Αλβανία. Ήμουν ομαδάρχης, στο λόχο Δημοκρατικής Νεολαίας με λοχαγό τον Ατζακλή. Θα είμαστε
περίπου 70 μαχητές, τρεις διμοιρίες, όλοι κάτω των 25 χρονών, η αφρόκρεμα του Δ.Σ.Π.

Από τα πιο δύσκολα στο Δημοκρατικό Στρατό ήταν οι πορείες. Από την Καβάλα είχαμε περπατήσει και πήγαμε μέχρι το Καϊμακτσαλάν. Φαντάσου τι μεγάλη πορεία και όχι από τους δρόμους αλλά από τα βουνά. Σε αυτή την πορεία ο μετέπειτα άντρας μου κοιμόταν και περπατούσε.

Τις παραμονές της Οκτωβριανής επανάστασης ήρθαν σοβιετικά πλοία στο Δυρράχιο και μπήκαμε. Από το Δυρράχιο πήγαμε κάτω από την Κρήτη και από εκεί στο Βόσπορο. Μόλις περάσαμε και το Βόσπορο, μας άφησαν να βγούμε και στο κατάστρωμα. Μέχρι τότε είμαστε όλο στο αμπάρι. Φτάσαμε στη Γεωργία, Μπατούμι, κατόπιν Τιφλίδα και μετά με τρένο στη Τασκένδη.

Οι νέες αντάρτισσες που επιστρατεύαμε στα χωριά και αυτό ήταν ένα από τα πιο σοβαρά λάθη που κάναμε, δεν πολεμούσαν. Εκείνα τα χρόνια του συντηρητισμού, τι παίρνεις το κορίτσι του άλλου και το πας στο βουνό, μεγάλο λάθος.

ζ) Μετεμφυλιακός βίος

Το 90% των ερωτώμενων σε αυτή την ερώτηση τόνισαν τις προσπάθειες που έκαναν για να ξανακερδίσουν τη ζωή τους. Για τους αριστερούς η εποχή αυτή ήταν ακόμη δύσκολη και χρειάζονταν πολύ κουράγιο για να συνεχίσουν να ελπίζουν. Εξάλλου ο πολιτικός εμφύλιος τελείωσε μόλις το 1974. Η μετανάστευση ήταν μια διέξοδος για τους Αριστερούς, αλλά για να πάρουν το πολυπόθητο χαρτί έπρεπε να ταπεινωθούν ιδεολογικά και προσωπικά. Όσο αφορά τους Δεξιούς αυτοί συνέχισαν τη ζωή τους σε συνθήκες πολύ καλύτερες, λόγω της νίκης τους στον εμφύλιο. Όμως και από αυτούς δεν έλειψαν άνθρωποι που αντιμετώπισαν παρόμοιες δυσκολίες με τους Αριστερούς.

 Είδε το φάκελό μου και μου είπε ότι είναι τέσσερις κόλλες αναφοράς, ότι ήμουν ελασίτης, ότι έχω κάνει στη Μακρόνησο και άλλα. Μου λέει ότι την τελευταία φορά που με φώναξε ο Διοικητής του μίλησα πολύ άσχημα και απογοητεύτηκε πολύ, αλλά από δω και στο εξής από την Ασφάλεια θα τραβήξουν ένα Χ. Τελικά έκανα νέα αίτηση και το 1960 ήρθα στην Αυστραλία, δεν ήθελα να καθίσω στην Ελλάδα, από το 1950 προσπαθούσα να φύγω.

Εγώ τότε έβαλα σκοπό να φύγω για την Αυστραλία. Την ψυχολογική τρομοκρατία της δεξιάς τη ζούσαμε αλλά δεν μπορούσαμε να την καταλάβουμε. Ήθελαν να μας διώξουν αλλά μας παίδευαν, μας πατούσαν κάτω.

Όταν πήγα στο στρατό με παρακολουθούσαν ως αριστερό. Όταν απολύθηκα το 1954 πού να βρω δουλειά, θέλαν κοινωνικά φρονήματα, όλες οι δουλειές ήταν απαγορευμένες. Εντωμεταξύ, εγώ έφτιαχνα στον Πειραιά από έξω από τα δικαστήρια αιτήσεις για να ζήσω. Εκεί ήταν ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου, του είπα την υπόθεση. Μου λέει: Θέλεις να πας στα ανθρακωρυχεία και δεν σε αφήνουν, εκεί κάθε μέρα σκοτώνονται. Μου υποσχέθηκε ότι θα κοιτάξει. Τους είπε ότι, πρώτον θα χάσει έναν ψήφο η ΕΔΑ και δεύτερον εκεί κάθε μέρα σκοτώνονται, μπορεί να τον ξεφορτωθούμε. Τελικά μου έδωσαν το χαρτί και πήγα στο Βέλγιο. Στο Βέλγιο κάθισα δύο χρόνια, με έδιωξαν ως κομμουνιστή. Από εκεί πήγα στη Γερμανία κάθισα πάλι δύο χρόνια και από εκεί ήρθα στην Αυστραλία το 1960.

η) Τελικές κρίσεις

Οι τελικές κρίσεις έχουν ως σκοπό να επικεντρώσουν σε λίγες γραμμές το νόημα που οι ερωτώμενοι έδωσαν για τα χρόνια της αφήγησής τους. Η απολογία μπροστά στον ιστορικό ήταν εμφανής στις περισσότερες περιπτώσεις. Η δικαιολόγηση της πολιτικής παράταξης που επέλεξαν να ακολουθήσουν εμφανίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτώμενων (80%). Στο αν θα επιθυμούσαν να ξανασυμβούν τα γεγονότα αυτά, το 100% των ερωτώμενων απάντησε απολύτως αρνητικά.

Δύσκολα χρόνια, κακό. Όταν έχεις να κάνεις με έναν από άλλο κράτος, εξωτερικό εχθρό, είναι εύκολο. Αλλά όταν έχεις να κάνεις με τον αδερφό σου, με το γείτονά σου, με το χωριανό σου είναι πολύ δύσκολο.

Όλα αυτά τα κυνηγητά τα κουβαλούσα μέσα μου, για περίπου είκοσι χρόνια από τότε που ήρθα στην Αυστραλία. Κοιμόμουν και πεταγόμουν στον ύπνο μου και έλεγα: Μας έπιασαν. Θα μας πιάσουν. Τώρα καμιά δεκαπενταριά χρόνια ησύχασε το μυαλό μου και κοιμάμαι ήσυχα.

Για όλα αυτά τα γεγονότα της κατοχής φταίει το Κομμουνιστικό Κόμμα γιατί όταν πήραν τη δύναμη στράφηκαν εναντίον όσων Ελλήνων δεν ήθελαν να συμμορφωθούν με τις εντολές τους. Έγινε μια ταξική επανάσταση, δεν το πέτυχαν γιατί επέμβηκαν οι σύμμαχοι.

Τώρα πάλι μερικοί που λένε ότι δικαιώνονται οι δεξιοί γιατί κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα αυτό δεν είναι σωστό. Οι δεξιοί δεν δικαιώνονται γιατί όπως είχαν τα πράγματα τότε, στην κατάσταση που ζούσαν οι άνθρωποι και κυρίως οι φτωχοί και οι αγρότες όσοι έμειναν κολλημένοι στο καθώς έχει και τους λέμε δεξιούς ήταν ή κουτοί ή δεν είχαν καρδιά. Όσοι ήταν έξυπνοι ή είχαν καρδιά έπρεπε να ακολουθήσουν το νέο, το καινούριο, αυτό που είχε οράματα, που έδινε ανάταση. Τώρα αν κατέληξε σε κάτι άλλο αυτό δεν δικαιώνει αυτούς που ήταν στη δεξιά. Τότε τέτοια ήταν η ζωή που: “Ντροπή στον εργάτη στο σκλάβο ντροπή/στο αίμα αν δεν πνίξει μια τέτοια ζωή”, αυτό τα λέει όλα. Δεν είναι τώρα που το κάθε σπίτι έχει δύο αυτοκίνητα. Τότε ήταν η φτώχια, η πείνα, η ξυπολυσιά, η αρρώστια. Αυτός ο κοσμάκης με πρωτοπόρους κάποιους διανοούμενους προσπάθησε για κάτι καλύτερο. Μιλάμε πάντα για την συγκεκριμένη εποχή.

Η κατοχή χώρισε τον κόσμο και νομίζω ακόμα τον χωρίζει. Μόνο όταν φύγει η γενιά η δική μας που έχουμε ζήσει τα γεγονότα, τα πράγματα θα ξεχαστούν.

Τα χρόνια εκείνα δεν ήταν απλά δύσκολα, ήταν τραγικά.


Βιβλιογραφία

Bennett, 1999
R. Bennett, Under the Shadow of the Swastika. N.Y. University Press.
Bogdan & Biklen, 2003
C. Bogdan & K. Biklen, Qualitative research for education: An introduction to theories and methods. New York: Allyn and Bacon.
Bouztouvi & Thanopoulou, 2002
Α. Μπουτζουβή & Μ. Θανοπούλου, Η Προφορική Ιστορία στην Ελλάδα. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχος 107, σσ. 3–21, Athens: ΕΚΚΕ.
Cappelletto, 2005
F. Cappelletto (ed.), Memory and World War II: an ethnographic approach. New York: Berg.
Caunce, 1994
Stephen Caunce, Oral History and the Local Historian. London: Longman.
Cohen & Manion, 1992
L. Cohen & L. Manion. Research methods in education. London: Routledge.
Dunaway & Baum, 1996
D. K. Dunaway & W. K. Baum (Eds), Oral History. Walnut Creek: Altamira Press.
Eliade, 1960
Mircea Eliade, Myths, dreams and mysteries. London: Harvill Press.
Eisner, 1991
W. E. Eisner, The enlightened eye, qualitative inquiry and the enhancement of educational practice. New York: Macmillan.
Ferro, 2003
Marc Ferro, Τα Ταμπού της Ιστορίας. Athens: Μεταίχμιο.
Filias, 2001
Β. Φίλιας, Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών. Athens: Gutenberg.
Gilligan, 1992
James Gilligan, Violence. London: Kingsley.
Iliou, 1989
Φίλιππος Ηλιού, Οι Φάκελοι. Athens: Θεμέλιο.
Kalyvas, 2000
Stathis Kalyvas, Red Terror, Leftist Violence During the Occupation In Mark Mazower (ed.), After the War was Over. Princeton N. J: Princeton University Press.
Kathimerini
Γιάννης Μαυρής, Η περίοδος 1946–1949 με τα μάτια του σήμερα. Καθημερινή 08/02/2009.
Κostopoulos, 2005
Τάσος Κωστόπουλος, Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη. Athens: Φιλίστωρ.
Κostopoulos, 2008
Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Athens: Βιβλιόραμα.
Kvale, 1996
S. Kvale, Interviews, an introduction to qualitative research interviewing. Thousand Oaks: SAGE.
Lincoln & Guba, 1985
S. Lincoln & E. Guba, Naturalistic Inquiry. Beverly Hills: SAGE.
Mazower, 2001
Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Athens:Αλεξάνδρεια.
Marantzidis, 2001
Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλλέτ, Ζήτω το Έθνος: Προσφυγιά, Κατοχή και Εμφύλιος, εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους Τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου. Iraklio: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Marantzidis, 2005
Ν. Μαραντζίδης, Οι Άλλοι Καπετάνιοι. Athens: Εστία.
Marantzidis & Antoniou, 2004
N. Marantzidis & G. Antoniou, The Axis Occupation and Civil War: Changing Trends in Greek Historiography, 1941–2002. Journal of Peace Research, vol. 41, no. 2.
Martin, 1995
Ruth R. Martin, Oral History in Social Work. Thousand Oaks, California: Sage.
Masur, 1993
Louis P. Masur (ed.), The Real war will never get in the books: selections from writers during the Civil War. New York: Oxford University Press.
McNall, 1974
S. G. McNall, The Greek Peasant. American Sociological Association.
Papageorgiou, 1998
Γ. Παπαγεωργίου, Μέθοδοι στην Κοινωνιολογική Έρευνα. Athens: Τυπωθήτω.
Passerini, 1992
L. Passerini (Ed.), Memory & Totalitarianism Vol I. New York: Oxford University Press.
Repousi, 2004
Μαρία Ρεπούση, Μαθήματα Ιστορίας. Athens: Καστανιώτης.
Robertson, 2006
B. M. Robertson, Oral History Handbook. Unley, S. Aust: OHAA.
Rodden & M. Suarez-Orozco, 2000
A. Rodden & M. Suarez-Orozco (Eds), Cultures under Siege. New York: Cambridge University Press.
Thompson, 1978
Paul Thompson, The voice of the past: oral history. London: Oxford University Press.
To Vima
Γ. Μαργαρίτης, Τραγωδία ίση με την καταστροφή του 1922. Το Βήμα 17/10/1999.
Van Boeschoten, 1997
Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Ανάποδα Χρόνια. Athens: Πλέθρον.
Vansina, 1965
Jan Vansina, Oral Tradition. London: Routledge.
Vervenioti, 2002
Τ. Βερβενιώτη, Προφορική Ιστορία και Έρευνα για τον Ελληνικό Εμφύλιο. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχος 107, σσ. 157–181, Athens: ΕΚΚΕ.

Αναδημοσίευση από http://dspace.flinders.edu.au/jspui/bitstream/2328/25180/1/Mitropoulos_2009.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου